Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Μάνα, ποιον θα φωνάζω εγώ τώρα μάνα!



Από την ίδια κοιλιά δεν βγήκαμε μάνα; 
Τον ίδιο πόνο δεν πέρασες μάνα;
Την ίδια αγάπη και διαπαιδαγώγηση μάνα δεν μας έδωσες;
5 παιδιά μάνα γέννησες και άλλα τόσα έχασες.
Πέντε ανάσες, πέντε πόνοι, πέντε πληγές!
Μάνα σ ‘ευχαριστώ
Μάνα σ’αγαπώ συγχώραμε
Μάνα μου έλειψες
Μάνα πονάω
Μάνα είσαι λάθος
Πέντε φωνές, διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικά αισθήματα, γεννημένοι από τα ίδια σπλάχνα, μέσα στην ίδια φτώχεια.
Φεύγοντας μάνα παρήγγειλες αγάπη, μέσα από το γέρικο κορμί σου φώναζες στους κλώνους σου «αγάπη, ο Χριστός είναι αγάπη, είπε αγάπη, στη χαρά και στη λύπη αγάπη» και οι περισσότεροι κλαίγανε με σκυμμένο το κεφάλι αναλογιζόμενοι το βάρος της αχαριστίας τους στη ζωή, της αποστασίας των, της απανθρωπιάς.
«Παιδάκια μου, παιδιά μου όμορφα, είστε η χαρά μου, ο πλούτος μου, είστε η συνέχειά μου… Παιδάκια μου όμορφα να έχετε αγάπη, να είστε δεμένοι ο ένας με τον άλλο να βοηθιέστε, τι άλλο να ζητήσω από το Θεό μου χάρισε τον κόσμο όλο μέσα από σας»
Το στόμα σου γεμάτο ευλογίες και αγάπη, μα και ένα παράπονο πικρό «έχω και έναν γάιδαρο δεν ήρθε να με δει» και ήρθε μάνα ο «γάιδαρος».
Πως γίνεται ο άνθρωπος να μην λυγάει στη θέα του θανάτου;
Πως γίνεται να μην σέβεσαι τον άνθρωπο που βλέπεις να πεθαίνει, και πόσο μάλλον το γονιό σου; Πως γίνεται να μην δίνεις άφεση αμαρτιών στον άνθρωπο που φεύγει;
Ζητάς λεφτά και κληρονομιές από τη μάνα που δεν έχει, που σε μεγάλωσε με φτώχεια καταραμένη και χίλιες δυο στερήσεις, που κατάφερε να φτιάξει όλα και όλα στη ζωή ένα σπίτι και 1 στάβλο από πλιθιά.
«τι θέλεις γιέ μου να σου δώσω; Μόνο αγάπη έχω»

Και έγινες θηρίο αδερφέ, γιατί παρήγγειλε η μάνα αγάπη, η μάνα που δεν ήταν γόνος πλούσιας οικογενείας, η μάνα που όταν σε μεγάλωνε δούλευε στα χωράφια ολημερίς και το βράδυ ζύμωνε, έπλενε, καθάριζε, φρόντιζε σπίτι, άντρα και παιδιά, η μάνα που αντί για παπούτσια στα πόδια φορούσε γουρνοτσάρουχα, τόση η φτώχεια της και τόση η υπομονή της, να αντέξει το κορμί της 85 χρόνια! Μέχρι πριν 5 μήνες που έχασε τον σύντροφό της και πατέρα σου έστεκε ολόρθη να φροντίζει το γέρο της που ήταν κατάκοιτος, να φτιάχνει και τον κήπο να στέλνει φρέσκια ντοματούλα στα παιδιά σου και εγγόνια της που δεν πήγαιναν ούτε καλημέρα να της πουν.
Τρέμει ακόμα η ψυχή μου μπροστά στη φρίκη που ένιωσα όταν σε είδα να βρίζεις και να φτύνεις τη γυναίκα που σε γέννησε γιατί δεν είχε να σου δώσει λεφτά φεύγοντας, και ποιος; Εσύ που σε περίοδο κρίσης είσαι πλούσιος.
Μάνα τι έδωσες σε μένα και τι σε εκείνον;
Μάνα δεν θέλω τίποτα εγώ, μόνο την ευχή σου.
Μάνα πονάει η ψυχή μου που έφυγες με τόσο πόνο μα σε θαυμάζω κιόλας. 
Αχ να ‘ξερες πόσο σε θαυμάζω! 
Πόσο φαρμάκι ήπιες από το παιδί σου και ακόμα το ζητούσες, ακόμα το γύρευες δίπλα σου να το ευλογήσεις!
Η καρδιά της μάνας!
Εγώ μισούσα μάνα, εγώ ήθελα να τον σκοτώσω μάνα και τότε εσύ συνήλθες από τον λήθαργο που χάθηκες για μέρες και παρήγγειλες ΑΓΑΠΗ!
Και τότε ντράπηκα μάνα, για τα αγκάθια που άφησα να πνίξουν τον κήπο μου, για το ζιζάνιο που έτρωγε την ηρεμία και τον ύπνο μου.
Συγχώρα με μάνα!
Μάνα σ’αγαπώ.
Μάνα πονάω.
Μάνα μου λείπεις!
Μάνα, ποιον θα φωνάζω εγώ τώρα μάνα!

 


5 παιδιά η γιαγιά μου, 13 εγγόνια, τα 4 ήταν δίπλα της και 10 από τα εγγόνια.
Δεν κράτησε κακία σε κανέναν από όσους την πλήγωσαν, έφυγε από τον κόσμο τούτο με το στόμα γεμάτο ευχές, έφυγε όμως και με φόβο και άγχος για εκείνον τον γιο που δεν μετάνιωσε που καλλιεργεί το μίσος που η απληστία σαν το τέρας έχει κατασπαράξει καθετί ανθρώπινο. Και να φανταστείτε πως ήταν ο πιο ευαίσθητος από τους θείους μου. 
Δεν μπορώ να περιγράψω τι καταστάσεις ζήσαμε στα τελειώματα, μόνο ένα θα πω «ο άπληστος ο άνθρωπος είναι ίδιος ο  διάβολος» και ο τρόμος που σου προκαλεί δεν ξεχνιέται ποτέ.