Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες του Καφενέ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες του Καφενέ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Ιστορίες του καφενέ #3- Καφενείο-ταβέρνα "ο Κάκιας"

Καφενείο-ταβέρνα "ο Κάκιας"

Εγώ στο τραπέζι και ο Βασίλης όρθιος στην αυλή του καφενείου, όταν άρχισε να φτιάχνεται

Η μέρα μουντή, άχρωμη κάνει τον κύκλο της χωρίς να έχει τίποτα ιδιαίτερο να δώσει. Μια τέτοια μέρα κάποτε ο ουρανός γέμιζε χρώματα, παιδικές φωνές, και γέλια 'σχίζαν τον αέρα. Σήμερα κλεισμένοι οι περισσότεροι στα σπίτια μας κοιτάμε από το παράθυρο τη ζωή να περνάει μην έχοντας όρεξη να την κυνηγήσουμε. Η μέρα δεν θυμίζει τίποτα από γιορτή….
 Καθισμένη στο σαλόνι κοιτούσα από το τζάμι της μπαλκονόπορτας το δρόμο, τον κάμπο που απλώνεται σαν χαλί από κάτω μου και σε δευτερόλεπτα η ταινία του χρόνου διπλώνει ανάποδα και αρχίζει δειλά δειλά να παίζει ένα έργο χρόνια πριν, τότε που η χαρά ήταν το κυρίαρχο στην ψυχή, τότε που η ευθύνη και οι έγνοιες και ότι σου χαλάει τον ύπνο δεν είχε αγγίξει ακόμα τις ζωές μας. Τι περίεργα παιχνίδια σου κάνει όμως το μυαλό! Αναμνήσεις που τις είχες από χρόνια κλειδωμένες καλά στο χρονοντούλαπο στις βγάζει στιγμές ανύποπτες και σε οδηγούν θες δε θες αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, τον πόνο, την απώλεια, την αγάπη!
Στη γειτονιά μου, μια πόρτα που λένε μας χώριζε (άντε για την ακρίβεια ένα μικρό δρομάκι) ήταν το καφενείο-ταβέρνα «ο Κάκιας», αλλά για μένα εκεί ήταν οι κολλητοί μου, τα γειτονόπουλα που μεγαλώσαμε μαζί σαν αδέρφια. Όταν μας έψαχναν οι μανάδες μας κοιτούσαν να δουν που είναι η Νίκη, εκεί είναι και ο Βασίλης και το αντίστροφο. Με το Βασίλη είχαμε λίγες μέρες διαφορά, ο αδερφός μου με τον αδερφό του επίσης, μόνο τα στερνοπούλια μας, οι μικρές μας αδερφές χάλασαν τη συνταγή και γεννήθηκαν με ένα χρόνο διαφορά η μία από την άλλη.
Κάθε μέρα μαζί, από την ώρα που ξυπνούσαμε μέχρι την ώρα που σουρούπωνε και μας μάζευαν οι μανάδες μας με το ζόρι για ύπνο.
Το καφενείο ήταν για μας ο τόπος συνάντησης, το παιχνίδι μας, όλη μας η ζωή. Όταν ο καιρός δεν το επέτρεπε να βγούμε έξω η συνάντηση ήταν μέσα στο καφενείο σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Το παίζαμε και μεις τότε μεγάλοι, στρώναμε την τράπουλα και κάναμε πως παίζουμε «ξερή». Και δώσ' του φωνές και τσιρίγματα γιατί όλο και κάποιος έκλεβε, όλο και κάποιος τσινούσε γιατί έχανε… Ο γνωστός «τσινιάρης» της παρέας ήταν ο Βασίλης. Δεν μπορούσε ποτέ να δεχτεί ότι έχανε και κάποιος άλλος ήταν καλύτερος. Τον είχανε πάρει όλοι, τον έρμο, στο ψιλό μόλις καταλάβανε το χούι του. Είχαμε γίνει τα «πιόνια» των θαμώνων, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε, για να πειράζουν τον Βασίλη. Ακόμα και ο πατέρας του ο Κάκιας τον τσιγκλούσε και όλοι γελούσαμε γιατί την εφευρετική αντίδραση του θυμού του. Ναι, εφευρετική, γιατί κάθε φορά έβρισκε καινούργιο πρωτότυπο τρόπο για να τον εκφράσει. Μια φορά που παίζαμε τάβλι τουρνουά και είχε φτάσει στην τελική ευθεία ο Βασίλης με τον  αδερφό μου το Δημήτρη, έχασε! Ωχ μανούλα μου!
Στην αρχή κοίταξε μια γύρω του, ήταν 5-6 μεγάλοι και παρακολουθούσαν το παιχνίδι πίνοντας το καφεδάκι τους, μετά κοίταξε εμάς και στο τέλος το τάβλι έτοιμος να εκραγεί. Δεν λέει τίποτα και κινάει προς τα μέσα. Τότε άρχισαν όλοι το δούλεμα-κυρίως οι μεγάλοι, γιατί είπαμε ο Βασίλης είχε γίνει το θέατρό τους- δεν μπορούσε κανένας να διανοηθεί ότι ένα τόσο δυνατό παιχνίδι θα τελείωνε έτσι χωρίς γέλια. Και δωσ' του λοιπόν φιτιλιές «Και καλά σε κέρδισε ο Δημήτρης που είναι και μικρότερος και δεν είναι τόσο καλός όσο εσύ» και δωσ' του παρ' το ο Βασίλης φούντωσε και όσο φούντωνε και ήταν έτοιμος να σκάσει κοκκίνιζε και όσο κοκκίνιζε τόσο φοβόμασταν μην μας πάρει και στο κυνηγητό για ξύλο. Όλοι τον δουλεύαμε αλλά λίγοι έτρωγαν το ξύλο, κυρίως οι πιο αδύναμοι. Και μην σκεφτεί κανείς ότι η πιο αδύναμη ήμουν εγώ επειδή ήμουν κορίτσι, γιατί πλανάστε πλάνην οικτράν. Εμένα με φώναζαν για να δείρω, όχι να με δείρουν κιόλας! Αν είναι δυνατόν!. Τον αδερφό μου και τον αδερφό του εννοούσα ως πιο αδύνατους… Τι κάνει λοιπόν ο αφιλότιμος. Άρχισε να βρίζει και να ουρλιάζει διάφορες βρισιές και κατηγόριες ότι δήθεν ήταν στημένο και δώσ' του οι άλλοι αντιλογία και από τα πολλά νεύρα και την έκρηξη τρέχει στην αποθήκη, παίρνει τη βαριά και έρχεται με φόρα και το χέρι σηκωμένο ψηλά με τη βαριά έτοιμος για επίθεση. Φοβηθήκαμε όλοι-πάει τρελάθηκε! Οι κύριοι τώρα που τον κοροϊδεύανε τρομαγμένοι από το θυμό που προκάλεσαν σε ένα παιδί και φοβούμενοι μην γίνει κανένα κακό όρμηξαν να τον κρατήσουν. Ο Βασίλης ουρλιάζοντας και απειλώντας τους ξεφεύγει και φτάνει στο τραπέζι του τουρνουά. Αρπάζει το τάβλι το πετάει κάτω και πηδώντας πάνω στο ξύλινο κουτί του, προσπαθεί να το σπάσει. Έπειτα με τη βαριά σπάει ένα ένα τα πούλια μέχρι και τα ζάρια. Τόση μανία είχε, τόση τρέλα!
Το καφενείο όμως «Ο Κάκιας» δεν ήταν μόνο το παιχνίδι μας, ήταν και η διασκέδαση του χωριού για πολλά χρόνια, είχε μεγάλη αυλή, καλό μεζέ για το τσιπουράκι, καλό φαγητό τα Σαββατοκύριακα! Και εννοείται γιορτές όπως οι Απόκριες πάντα στολισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη (φορτωμένο θα έλεγα όπως ήταν όλα τα μαγαζιά εκείνες τις εποχές) και γεμάτο από καρναβάλια να χορεύουν να πίνουν και να διασκεδάζουν μέχρι πρωί. Ήταν η καλύτερή μας, γιατί ήταν οι μόνες βραδιές που μπορούσαμε να ξενυχτάμε οι 4 καλοί φίλοι μαζί (ακόμα δεν είχαν ξεπεταχτεί τα μικρά μας) χωρίς να μας πρήζουν να πάμε για ύπνο.
Στην γειτονιά μου ήμασταν 4 παιδιά τότε, 3 αγόρια και 1 κορίτσι εγώ και όλη μου  η συμπεριφορά ήταν αγορίστικη, αφού έπαιζα μόνο με αγόρια. Ακόμα και από τους άλλους γειτονικούς μαχαλάδες να έρχονταν να παίξουμε όλα αγόρια ήταν. Οπότε οι Απόκριες ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα, γιατί έρχονταν και άλλες φίλες μου από το σχολείο στο πάρτι του Κάκια και επιπλέον ήταν η μόνη φορά του χρόνου (άντε και άλλη μία στην Ανάσταση) που ντυνόμουν και στολιζόμουν και βαφόμουν όπως κάνει ένα καθωσπρέπει κορίτσι.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ- Ο Τρελ' Αντώνης



Φωτογραφία από διαδίκτυο
«Πάμε για καφέ;»
«Που;»
«Ε! που αλλού στο καφενείο στην πλατεία! Δεν το κουνάω τώρα για την πόλη». 
Στο χωριό δεν μπορείς να το πεις αλλιώς παρά καφενείο, και ας είναι μια υπερσύγχρονη καφετέρια, και ας μάθαμε και εμείς στα χωριά να πίνουμε freddo εκτός από ελληνικό. Και κει που κάποτε μας ειρωνεύονταν του τύπου «είχες και στο χωριό σου freddo;» τώρα έχεις τι να πεις! «Ε ναι ρε, έχουμε και στο χωριό μου freddo και το πίνουμε και με ανακατεμένο γάλα για να  το κάνουμε μόδα».
Σε ένα τέτοιο λοιπόν καφενείο περνάμε τις ώρες παίζοντας «κολτσίνα», “taboo”, βλέποντας το mundial (γιατί και οι γυναίκες βλέπουμε μπάλα) ή απλά πίνοντας καφέ και συζητώντας κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια.
Είναι ωραίο που ήρθε η εξέλιξη και στο χωριό, είναι ωραίο που τα καφενεία γεμίσαν με νέους, γιατί παλιά έβλεπες μόνο άντρες και μόνο στην ηλικία του παππού μου και άντε, στην καλύτερη περίπτωση του μπαμπά μου!
Τώρα πλέον θα δεις και γυναίκες, κορίτσια και παιδιά.
Το κακό όμως που έχει το καφενείο στο χωριό είναι ότι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Το αγαπημένο «γλυκό» δεν είναι το υποβρύχιο, αλλά η τροφή που θα σου δώσει ο συγχωριανός σου για σχόλια, γιατί ως γνωστόν καλύτερα να ασχολούμαι με τα δικά σου προβλήματα, παρά με τα δικά μου να χολοσκάω!
Το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει, και το γκουχ που θα κάνει κάποιος στη διπλανή παρέα πολλές φορές γίνεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι νέοι που ζούμε στο χωριό δεν πολυδίνουμε σημασία, τις περισσότερες φορές γελάμε κιόλας με την «ανοησία» τους. Αρκεί να μην μας πετύχουν σε δύσκολη μέρα….
Και όπως κάθε στέκι που σέβεται τον εαυτό του και κατ’ επέκταση κάθε περιοχή, έχει και τη μασκότ του που δεν είναι άλλος από τον τρελό, τον «χαζούλη» του χωριού.
Στο δικό μου έχουμε πολλούς (φταίει το νερό; Ελπίζω όχι, θα μας πάρει όλους η μπάλα!), μα ένας έχει τα πρωτεία.
Ο Αντώνης ή ο Antuan  όπως τον φωνάζουν οι «έξυπνοι» κοροϊδευτικά.

Εκείνη τη μέρα πήγα με τις φίλες μου για ένα χαλαρωτικό καφέ μετά τη δουλειά. Από μακριά άκουσα τον Antuan να καταφτάνει, μιας και κάθε φορά παραμιλάει δυνατά λέγοντας ασυναρτησίες, και από πίσω παιδιά ή μεγάλοι που τύχαιναν στον δρόμο του να του σφυρίζουν, να τον πειράζουν, να τον κοροϊδεύουν και λίγοι να του χαμογελάνε συγκαταβατικά.
Δεν είναι ότι δεν τον αγαπάνε, όλοι τον αγαπάνε και τον προσέχουν-ελάχιστοι είναι αυτοί που τον εκμεταλλεύονται και του φέρονται με κακότητα,- μόνο που ο κόσμος «ψοφάει» να γελάει με το διπλανό του!
Φτάνοντας στο τραπέζι μας-μιας και ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες εκείνη τη ζεστή ώρα- φωνάζει «ε! κορασίδες στρίψτε μου ένα τσιγαράκι» και κοιτώντας προς τον ουρανό άρχισε να μιλάει με έναν αόρατο φίλο.
«Δεν έχει τσιγάρο, καφέ θες;»
«Τι καφέ ρε; Για νευρικό με πέρασες; Τσιγάρο θες;» μου απαντάει.
Τι λέει! Σκέφτομαι από μέσα μου αλλά του απαντάω με χαμόγελο «Μπερδεύεσαι, δεν θέλω εγώ τσιγάρο, το έκοψα, εσύ μου ζήτησες, αλλά δεν δίνουμε τσιγάρα κάνουν κακό»
«Τσιγάρο θες και δεν το λες! Τσιγάρο θες και δεν το λες!» άρχισε να επαναλαμβάνει και ταυτόχρονα να τα λέει με τον «δικό» του.
Οι φίλες μου γελούσαν κοροϊδευτικά με τα καμώματα του τρελ’Άντώνη, αλλά εμένα άρχισαν οι τσιμπιές στο μυαλό. Γεννήθηκαν ερωτήματα, βγήκαν στην επιφάνεια απορίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα για εκείνον, ποτέ. Και το βλέμμα μου τώρα πιο στοχαστικό πάνω του! Βρε μπας και δεν ήταν τρελός; Βρε μπας και το παίζει χαζούλης; Βρε λες…;
«Ρε Antuan;» ακούω τον Δημήτρη, έναν νεαρό στην ηλικία μου περίπου, που μόλις ήρθε με την παρέα του «είδα το Γιώργο το γείτονά μου και μου είπε για το Δημήτρη τον ξάδερφό σου ότι είναι λίγο χαζός από σόι, ισχύει, εσύ τι λες;» 
Έτοιμη να ξεστομίσω κανένα μαργαριτάρι στον αναιδή συγχωριανό  μου προς υπεράσπιση του Αντώνη, εντάξει είπαμε να τον πειράζουμε, αλλά το πείραγμα έχει και τα όριά του, αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ και την αναίδεια- ακούω τον τρελ’ Αντώνη να του απαντάει   
«Και ο Δημήτρης ο ξάδερφος τα ίδια μου λέει για τον Γιώργο το γείτονα, ποιος από τους δυο είναι τώρα ο χαζός; Εσύ μπορείς να ξεχωρίσεις;» και έφυγε συνεχίζοντας τη συζήτηση με τον αόρατο συνοδό, αφήνοντας πίσω την πληρωμένη απάντηση.
Οι δύο παρέες μουδιασμένες για λίγο- ήθελε κάμποση ώρα να επεξεργαστούμε την ατάκα του τρελού- ξεσπάμε σε ασυγκράτητα γέλια με το Δημήτρη να καταλήγει «ρε μπας και μας δουλεύει κανονικά ο τρελός;» 
Η ίδια ερώτηση που έκανα και εγώ στον εαυτό μου, λίγο πριν.