Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δρώμενο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δρώμενο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Ο Στρατηγός


Ιστορίες της νύχτας





Μα δεν είναι εκπληκτικό με ποιο τρόπο καλύπτει την ασχήμια η νύχτα; Απλώνει τη φορεσιά της και όλα κρύβονται, όλα γίνονται τίποτα!
Η νύχτα, αχ πόσο την έχει αγαπήσει αυτή τη μαύρη φορεσιά της γης! Κομμάτι του εαυτού της. Αν ήταν φόρεμα θα την είχε κάνει δέρμα, έτσι ένιωθε! Μα και την φοβόταν συνάμα. Δεν λένε, αλήθεια, ότι αγαπάς το φοβάσαι κατά κάποιο τρόπο; Μην το πληγώσεις, μην το χάσεις, μην σου φύγει, μήπως σταματήσει να σε αγαπά και αυτό.
Χρόνια ολόκληρα στεκόταν μόνη στο σκοτάδι και έβαζε αντιμέτωπο τον εαυτό της. Εκεί έβρισκε όλα τα πάθη της, όλα τα λάθη της, τότε αποκαλυπτόταν πάντα ο πόνος και η μοναξιά της. Πολύτιμες στιγμές που όποιος και να ήταν δίπλα της, δεν μπορούσε να δει αυτό που με ιδιαίτερη μαεστρία έκρυβε το σκοτάδι.
Η νύχτα σαν τη γόησσα καλύπτει κάθε τι βρώμικο, κάθε τι που δεν θέλει να φανεί  στο φως είτε γιατί ντρέπεται, είτε γιατί δεν αρμόζει του φωτός, είτε γιατί αυτό που φαίνεται πρέπει να ντύνεται πάντα με το μανδύα της δύναμης και της υπομονής.
Για πολλά χρόνια δυνατή, αισιόδοξη, για πολλά χρόνια ο στύλος και το στήριγμα, ο «στρατηγός» όπως της αποδόθηκε ο τίτλος: «μίλησε ο στρατηγός πάσα αρχή πασαύτω» και όλα γίνονταν γιατί μίλησε ο στρατηγός και ο λόγος του είναι διαταγή και συμβόλαιο.
Δεν μπορούσε να κατηγορήσει κανέναν γι’ αυτό, γιατί εκείνη ήταν που διάλεξε να σηκώσει το φορτίο, εκείνη διάλεξε τον δύσκολο δρόμο, αλλά τελικά αυτό ανάπαυε την ψυχή της.
Διάλεξε να στηρίξει την οικογένεια, διάλεξε να σπουδάσουν τα αδέρφια της, διάλεξε να τραβήξει κουπί για να σωθεί το μικρό τους καραβάκι από τη φουρτούνα, γιατί έβλεπε στα πρόσωπα τους το φόβο του τέλους, αυτό το πάγωμα που σου προκαλεί το σοκ και δεν μπορείς να κουνήσεις ούτε το μικρό σου δακτυλάκι. Και τα κατάφερε…

Μα στο σκοτάδι, εκείνες τις ώρες που όλοι κοιμούνται, κάθετε μόνη θαυμάζοντας τον έναστρο ουρανό και μιλάει με τα αστέρια, τους εξομολογείται τους έρωτες που χάθηκαν, τα χρόνια που πέρασαν, τα δάκρυα που χύθηκαν κρυφά πάντα τη νύχτα, τη μοναξιά που ένιωσε στο βωμό της θυσίας. Γιατί έτσι είναι στη ζωή, κάποιος τραβάει μπροστά και θυσιάζεται για να ζήσουν καλύτερα οι άλλοι. Και δεν μετανιώνει ποτέ για τη θυσία, γιατί τροφοδοτείται από την καρδιά….
Δεν μετάνιωσε ποτέ για τα χρόνια που πέρασαν, όπως πέρασαν, αλλά να! Ήταν κάποιες βραδιές σαν και τούτη που την έπιανε το παράπονο. 
Θα ‘θέλε να είχε και εκείνη ένα στήριγμα, ένα ανθρώπινο στήριγμα-γιατί τον Θεό Τον είχε πάντα, χωρίς Θεό δεν θα έκανε τίποτα- μα την ίδια στιγμή μάλωνε τον εαυτό της για τις σκέψεις της και τη δειλή θλίψη που άφηνε να τρυπώσει στην καρδιά της, σκεπτόμενη άλλα πιο σημαντικά. Πόσοι άνθρωποι άραγε την ίδια στιγμή κάθονταν μόνοι, σαν και εκείνη, και υπόφεραν; Πόσοι πάλευαν στο κρεβάτι του πόνου, πόσοι πάλευαν να βγάλουν τη νύχτα ξαπλωμένοι στο παγωμένο τσιμέντο, πόσοι έκλαιγαν τον άνθρωπο τους;
Και σ’αυτές τις ευλογημένες σκέψεις που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια και πονάς για εκείνους που περνούν χειρότερα από ‘σένα, τρύπωνε το διαολάκι-γιατί αυτή είναι η δουλειά του στο κάτω κάτω- και της έφερνε στο νου όλους εκείνους που γλεντούσαν, που χόρευαν, που έβλεπαν τον ίδιο ουρανό με εκείνη αλλά καθισμένοι σε ένα γιοτ, ή σε μια παραδεισένια παραλία με το κοκτέιλ στο χέρι… Αχ! Το άτιμο το διαόλι τι δουλειά μπορεί να σου ανοίξει!!!
Με αναστεναγμό άφηνε τότε τη θέση της και πήγαινε για ύπνο, αλλά πριν προσευχόταν για όλους αυτούς που έφερνε στο νου. Για εκείνους που πονούσαν σωματικά ή ψυχικά, αλλά και για εκείνους που διασκέδαζαν και περνούσαν καλά, γιατί την προσευχή όλοι την έχουν ανάγκη, αυτό τουλάχιστον πίστευε!
Και έτσι αναπαυμένη άφηνε το σκοτάδι να καλύψει κάθε πόνο, κάθε δάκρυ, κάθε βαρυγκωμιά, γιατί ήξερε ότι πολύ γρήγορα θα ερχόταν το φως και θα ξυπνούσε πάλι ο «στρατηγός» που δεν φοβόταν πόλεμο, που δεν φοβόταν δυσκολία, που έδινε κουράγιο, που έδινε αγάπη, που έδινε την ψυχή του για να βλέπει χαμόγελα στα μάτια και ελπίδα.

Ευτυχώς στη ζωή μας υπάρχουν πολλοί κρυφοί «στρατηγοί» άντρες και γυναίκες που σηκώνουν το βαρύ φορτίο της θυσίας και της μοναξιάς για να ζούμε κάποιοι άλλοι καλύτερα.
Αυτή ήταν η δική μου συμμετοχή στο νέο, ιδιαίτερο δρώμενο που διοργανώνει με μεγάλη μαεστρία η φίλη Αριστέα.
Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποια ιστορία να γράψω, καθ’ότι είμαστε σε έναν οργασμό εργασιών στο σπίτι και ησυχία δεν βρίσκουμε πουθενά, βλέπετε καλυτέρεψε κατά πολύ ο καιρός, σκάσαμε εν ολίγοις και ξεσηκωθήκαμε για βαψίματα, μερεμέτια κτλ κτλ μη μας βρει ο γάμος αχούρι…..
Εύχομαι ότι καλύτερο για όλους μας! Καλό μήνα (αν και έχει πάει ήδη 10) με ένα καλοκαίρι να δείχνει από τώρα το δυναμισμό του!

 


 

  •  εικόνες από το διαδίκτυο

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Ιστορίες του καφενέ #3- Καφενείο-ταβέρνα "ο Κάκιας"

Καφενείο-ταβέρνα "ο Κάκιας"

Εγώ στο τραπέζι και ο Βασίλης όρθιος στην αυλή του καφενείου, όταν άρχισε να φτιάχνεται

Η μέρα μουντή, άχρωμη κάνει τον κύκλο της χωρίς να έχει τίποτα ιδιαίτερο να δώσει. Μια τέτοια μέρα κάποτε ο ουρανός γέμιζε χρώματα, παιδικές φωνές, και γέλια 'σχίζαν τον αέρα. Σήμερα κλεισμένοι οι περισσότεροι στα σπίτια μας κοιτάμε από το παράθυρο τη ζωή να περνάει μην έχοντας όρεξη να την κυνηγήσουμε. Η μέρα δεν θυμίζει τίποτα από γιορτή….
 Καθισμένη στο σαλόνι κοιτούσα από το τζάμι της μπαλκονόπορτας το δρόμο, τον κάμπο που απλώνεται σαν χαλί από κάτω μου και σε δευτερόλεπτα η ταινία του χρόνου διπλώνει ανάποδα και αρχίζει δειλά δειλά να παίζει ένα έργο χρόνια πριν, τότε που η χαρά ήταν το κυρίαρχο στην ψυχή, τότε που η ευθύνη και οι έγνοιες και ότι σου χαλάει τον ύπνο δεν είχε αγγίξει ακόμα τις ζωές μας. Τι περίεργα παιχνίδια σου κάνει όμως το μυαλό! Αναμνήσεις που τις είχες από χρόνια κλειδωμένες καλά στο χρονοντούλαπο στις βγάζει στιγμές ανύποπτες και σε οδηγούν θες δε θες αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, τον πόνο, την απώλεια, την αγάπη!
Στη γειτονιά μου, μια πόρτα που λένε μας χώριζε (άντε για την ακρίβεια ένα μικρό δρομάκι) ήταν το καφενείο-ταβέρνα «ο Κάκιας», αλλά για μένα εκεί ήταν οι κολλητοί μου, τα γειτονόπουλα που μεγαλώσαμε μαζί σαν αδέρφια. Όταν μας έψαχναν οι μανάδες μας κοιτούσαν να δουν που είναι η Νίκη, εκεί είναι και ο Βασίλης και το αντίστροφο. Με το Βασίλη είχαμε λίγες μέρες διαφορά, ο αδερφός μου με τον αδερφό του επίσης, μόνο τα στερνοπούλια μας, οι μικρές μας αδερφές χάλασαν τη συνταγή και γεννήθηκαν με ένα χρόνο διαφορά η μία από την άλλη.
Κάθε μέρα μαζί, από την ώρα που ξυπνούσαμε μέχρι την ώρα που σουρούπωνε και μας μάζευαν οι μανάδες μας με το ζόρι για ύπνο.
Το καφενείο ήταν για μας ο τόπος συνάντησης, το παιχνίδι μας, όλη μας η ζωή. Όταν ο καιρός δεν το επέτρεπε να βγούμε έξω η συνάντηση ήταν μέσα στο καφενείο σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Το παίζαμε και μεις τότε μεγάλοι, στρώναμε την τράπουλα και κάναμε πως παίζουμε «ξερή». Και δώσ' του φωνές και τσιρίγματα γιατί όλο και κάποιος έκλεβε, όλο και κάποιος τσινούσε γιατί έχανε… Ο γνωστός «τσινιάρης» της παρέας ήταν ο Βασίλης. Δεν μπορούσε ποτέ να δεχτεί ότι έχανε και κάποιος άλλος ήταν καλύτερος. Τον είχανε πάρει όλοι, τον έρμο, στο ψιλό μόλις καταλάβανε το χούι του. Είχαμε γίνει τα «πιόνια» των θαμώνων, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε, για να πειράζουν τον Βασίλη. Ακόμα και ο πατέρας του ο Κάκιας τον τσιγκλούσε και όλοι γελούσαμε γιατί την εφευρετική αντίδραση του θυμού του. Ναι, εφευρετική, γιατί κάθε φορά έβρισκε καινούργιο πρωτότυπο τρόπο για να τον εκφράσει. Μια φορά που παίζαμε τάβλι τουρνουά και είχε φτάσει στην τελική ευθεία ο Βασίλης με τον  αδερφό μου το Δημήτρη, έχασε! Ωχ μανούλα μου!
Στην αρχή κοίταξε μια γύρω του, ήταν 5-6 μεγάλοι και παρακολουθούσαν το παιχνίδι πίνοντας το καφεδάκι τους, μετά κοίταξε εμάς και στο τέλος το τάβλι έτοιμος να εκραγεί. Δεν λέει τίποτα και κινάει προς τα μέσα. Τότε άρχισαν όλοι το δούλεμα-κυρίως οι μεγάλοι, γιατί είπαμε ο Βασίλης είχε γίνει το θέατρό τους- δεν μπορούσε κανένας να διανοηθεί ότι ένα τόσο δυνατό παιχνίδι θα τελείωνε έτσι χωρίς γέλια. Και δωσ' του λοιπόν φιτιλιές «Και καλά σε κέρδισε ο Δημήτρης που είναι και μικρότερος και δεν είναι τόσο καλός όσο εσύ» και δωσ' του παρ' το ο Βασίλης φούντωσε και όσο φούντωνε και ήταν έτοιμος να σκάσει κοκκίνιζε και όσο κοκκίνιζε τόσο φοβόμασταν μην μας πάρει και στο κυνηγητό για ξύλο. Όλοι τον δουλεύαμε αλλά λίγοι έτρωγαν το ξύλο, κυρίως οι πιο αδύναμοι. Και μην σκεφτεί κανείς ότι η πιο αδύναμη ήμουν εγώ επειδή ήμουν κορίτσι, γιατί πλανάστε πλάνην οικτράν. Εμένα με φώναζαν για να δείρω, όχι να με δείρουν κιόλας! Αν είναι δυνατόν!. Τον αδερφό μου και τον αδερφό του εννοούσα ως πιο αδύνατους… Τι κάνει λοιπόν ο αφιλότιμος. Άρχισε να βρίζει και να ουρλιάζει διάφορες βρισιές και κατηγόριες ότι δήθεν ήταν στημένο και δώσ' του οι άλλοι αντιλογία και από τα πολλά νεύρα και την έκρηξη τρέχει στην αποθήκη, παίρνει τη βαριά και έρχεται με φόρα και το χέρι σηκωμένο ψηλά με τη βαριά έτοιμος για επίθεση. Φοβηθήκαμε όλοι-πάει τρελάθηκε! Οι κύριοι τώρα που τον κοροϊδεύανε τρομαγμένοι από το θυμό που προκάλεσαν σε ένα παιδί και φοβούμενοι μην γίνει κανένα κακό όρμηξαν να τον κρατήσουν. Ο Βασίλης ουρλιάζοντας και απειλώντας τους ξεφεύγει και φτάνει στο τραπέζι του τουρνουά. Αρπάζει το τάβλι το πετάει κάτω και πηδώντας πάνω στο ξύλινο κουτί του, προσπαθεί να το σπάσει. Έπειτα με τη βαριά σπάει ένα ένα τα πούλια μέχρι και τα ζάρια. Τόση μανία είχε, τόση τρέλα!
Το καφενείο όμως «Ο Κάκιας» δεν ήταν μόνο το παιχνίδι μας, ήταν και η διασκέδαση του χωριού για πολλά χρόνια, είχε μεγάλη αυλή, καλό μεζέ για το τσιπουράκι, καλό φαγητό τα Σαββατοκύριακα! Και εννοείται γιορτές όπως οι Απόκριες πάντα στολισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη (φορτωμένο θα έλεγα όπως ήταν όλα τα μαγαζιά εκείνες τις εποχές) και γεμάτο από καρναβάλια να χορεύουν να πίνουν και να διασκεδάζουν μέχρι πρωί. Ήταν η καλύτερή μας, γιατί ήταν οι μόνες βραδιές που μπορούσαμε να ξενυχτάμε οι 4 καλοί φίλοι μαζί (ακόμα δεν είχαν ξεπεταχτεί τα μικρά μας) χωρίς να μας πρήζουν να πάμε για ύπνο.
Στην γειτονιά μου ήμασταν 4 παιδιά τότε, 3 αγόρια και 1 κορίτσι εγώ και όλη μου  η συμπεριφορά ήταν αγορίστικη, αφού έπαιζα μόνο με αγόρια. Ακόμα και από τους άλλους γειτονικούς μαχαλάδες να έρχονταν να παίξουμε όλα αγόρια ήταν. Οπότε οι Απόκριες ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα, γιατί έρχονταν και άλλες φίλες μου από το σχολείο στο πάρτι του Κάκια και επιπλέον ήταν η μόνη φορά του χρόνου (άντε και άλλη μία στην Ανάσταση) που ντυνόμουν και στολιζόμουν και βαφόμουν όπως κάνει ένα καθωσπρέπει κορίτσι.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ- Ο Τρελ' Αντώνης



Φωτογραφία από διαδίκτυο
«Πάμε για καφέ;»
«Που;»
«Ε! που αλλού στο καφενείο στην πλατεία! Δεν το κουνάω τώρα για την πόλη». 
Στο χωριό δεν μπορείς να το πεις αλλιώς παρά καφενείο, και ας είναι μια υπερσύγχρονη καφετέρια, και ας μάθαμε και εμείς στα χωριά να πίνουμε freddo εκτός από ελληνικό. Και κει που κάποτε μας ειρωνεύονταν του τύπου «είχες και στο χωριό σου freddo;» τώρα έχεις τι να πεις! «Ε ναι ρε, έχουμε και στο χωριό μου freddo και το πίνουμε και με ανακατεμένο γάλα για να  το κάνουμε μόδα».
Σε ένα τέτοιο λοιπόν καφενείο περνάμε τις ώρες παίζοντας «κολτσίνα», “taboo”, βλέποντας το mundial (γιατί και οι γυναίκες βλέπουμε μπάλα) ή απλά πίνοντας καφέ και συζητώντας κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια.
Είναι ωραίο που ήρθε η εξέλιξη και στο χωριό, είναι ωραίο που τα καφενεία γεμίσαν με νέους, γιατί παλιά έβλεπες μόνο άντρες και μόνο στην ηλικία του παππού μου και άντε, στην καλύτερη περίπτωση του μπαμπά μου!
Τώρα πλέον θα δεις και γυναίκες, κορίτσια και παιδιά.
Το κακό όμως που έχει το καφενείο στο χωριό είναι ότι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Το αγαπημένο «γλυκό» δεν είναι το υποβρύχιο, αλλά η τροφή που θα σου δώσει ο συγχωριανός σου για σχόλια, γιατί ως γνωστόν καλύτερα να ασχολούμαι με τα δικά σου προβλήματα, παρά με τα δικά μου να χολοσκάω!
Το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει, και το γκουχ που θα κάνει κάποιος στη διπλανή παρέα πολλές φορές γίνεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι νέοι που ζούμε στο χωριό δεν πολυδίνουμε σημασία, τις περισσότερες φορές γελάμε κιόλας με την «ανοησία» τους. Αρκεί να μην μας πετύχουν σε δύσκολη μέρα….
Και όπως κάθε στέκι που σέβεται τον εαυτό του και κατ’ επέκταση κάθε περιοχή, έχει και τη μασκότ του που δεν είναι άλλος από τον τρελό, τον «χαζούλη» του χωριού.
Στο δικό μου έχουμε πολλούς (φταίει το νερό; Ελπίζω όχι, θα μας πάρει όλους η μπάλα!), μα ένας έχει τα πρωτεία.
Ο Αντώνης ή ο Antuan  όπως τον φωνάζουν οι «έξυπνοι» κοροϊδευτικά.

Εκείνη τη μέρα πήγα με τις φίλες μου για ένα χαλαρωτικό καφέ μετά τη δουλειά. Από μακριά άκουσα τον Antuan να καταφτάνει, μιας και κάθε φορά παραμιλάει δυνατά λέγοντας ασυναρτησίες, και από πίσω παιδιά ή μεγάλοι που τύχαιναν στον δρόμο του να του σφυρίζουν, να τον πειράζουν, να τον κοροϊδεύουν και λίγοι να του χαμογελάνε συγκαταβατικά.
Δεν είναι ότι δεν τον αγαπάνε, όλοι τον αγαπάνε και τον προσέχουν-ελάχιστοι είναι αυτοί που τον εκμεταλλεύονται και του φέρονται με κακότητα,- μόνο που ο κόσμος «ψοφάει» να γελάει με το διπλανό του!
Φτάνοντας στο τραπέζι μας-μιας και ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες εκείνη τη ζεστή ώρα- φωνάζει «ε! κορασίδες στρίψτε μου ένα τσιγαράκι» και κοιτώντας προς τον ουρανό άρχισε να μιλάει με έναν αόρατο φίλο.
«Δεν έχει τσιγάρο, καφέ θες;»
«Τι καφέ ρε; Για νευρικό με πέρασες; Τσιγάρο θες;» μου απαντάει.
Τι λέει! Σκέφτομαι από μέσα μου αλλά του απαντάω με χαμόγελο «Μπερδεύεσαι, δεν θέλω εγώ τσιγάρο, το έκοψα, εσύ μου ζήτησες, αλλά δεν δίνουμε τσιγάρα κάνουν κακό»
«Τσιγάρο θες και δεν το λες! Τσιγάρο θες και δεν το λες!» άρχισε να επαναλαμβάνει και ταυτόχρονα να τα λέει με τον «δικό» του.
Οι φίλες μου γελούσαν κοροϊδευτικά με τα καμώματα του τρελ’Άντώνη, αλλά εμένα άρχισαν οι τσιμπιές στο μυαλό. Γεννήθηκαν ερωτήματα, βγήκαν στην επιφάνεια απορίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα για εκείνον, ποτέ. Και το βλέμμα μου τώρα πιο στοχαστικό πάνω του! Βρε μπας και δεν ήταν τρελός; Βρε μπας και το παίζει χαζούλης; Βρε λες…;
«Ρε Antuan;» ακούω τον Δημήτρη, έναν νεαρό στην ηλικία μου περίπου, που μόλις ήρθε με την παρέα του «είδα το Γιώργο το γείτονά μου και μου είπε για το Δημήτρη τον ξάδερφό σου ότι είναι λίγο χαζός από σόι, ισχύει, εσύ τι λες;» 
Έτοιμη να ξεστομίσω κανένα μαργαριτάρι στον αναιδή συγχωριανό  μου προς υπεράσπιση του Αντώνη, εντάξει είπαμε να τον πειράζουμε, αλλά το πείραγμα έχει και τα όριά του, αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ και την αναίδεια- ακούω τον τρελ’ Αντώνη να του απαντάει   
«Και ο Δημήτρης ο ξάδερφος τα ίδια μου λέει για τον Γιώργο το γείτονα, ποιος από τους δυο είναι τώρα ο χαζός; Εσύ μπορείς να ξεχωρίσεις;» και έφυγε συνεχίζοντας τη συζήτηση με τον αόρατο συνοδό, αφήνοντας πίσω την πληρωμένη απάντηση.
Οι δύο παρέες μουδιασμένες για λίγο- ήθελε κάμποση ώρα να επεξεργαστούμε την ατάκα του τρελού- ξεσπάμε σε ασυγκράτητα γέλια με το Δημήτρη να καταλήγει «ρε μπας και μας δουλεύει κανονικά ο τρελός;» 
Η ίδια ερώτηση που έκανα και εγώ στον εαυτό μου, λίγο πριν.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Η στιγμή σου σ'ένα ποιήμα (Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ Jean Richepin)



Καλησπέρα και από μένα!
Από τότε που δειλά-δειλά πριν κάτι μέρες ξεκίνησα και γω να bloggaro (τρομάρα μου-δεν ξέρω την τύφλα μου!!!!) αγάπησα ιδιαίτερα κάποια blogs που συνάντησα στο δρόμο μου και λάτρεψα τα δρώμενα-παιχνίδια-συναντήσεις που διαβάζοντας "έβλεπα" να ξεδιπλώνονται μπρος στα μάτια μου. Αστεία, περιπέτειες, συναισθήματα στο ζενίθ, άνθρωποι με αξιοζήλευτο ταλέντο που σκοντάφτεις πάνω τους και λένε "καλώς την"!
Πριν να προσπαθήσω λοιπόν να δώσω και το δικό μου παρόν με τη δική μου συμμετοχή, να πω ένα μεγάλο Ευχαριστώ σε όλους εσάς που με αγκαλιάσατε αμέσως, με φιλοξενήσατε, με συμβουλέψατε και πάνω απ' όλα μου δώσατε θάρρος να συνεχίσω.....

Με αφορμή της ιδέας της Μαρίας Νι.  -ένα από τα πλέον αγαπημένα μου blog- "Μιαματιά στον ήλιο με τα γιορτινά" και την νέα της ανάρτησή "Η στιγμή σου σ'Ένα ποίημα" 

Ας τολμήσουμε όλοι μας να νιώσουμε ελεύθεροι μέσα απ΄τους στίχους.
Να μοιραστούμε ποιήματα αγαπημένα, να μάθουμε ποιητές, να επιβεβαιώσουμε πως ζούμε στην χώρα αυτών.
Πως;
Δίνω κάθε φορά εγώ την αρχή με μια ανάρτηση.
Ετοιμάζετε την δική σας ανάρτηση διαλέγοντας ένα ποίημα, δικό μας ή κάποιου αλλού.
Το συνδυάζουμε με μια φωτογραφία, δικιά μας ή κάποιου άλλου.
Το συνοδεύουμε με κάποιο τραγούδι που θεωρούμε ότι ταιριάζει.
Ή ότι άλλο θέλουμε σε σχέση με την ποίηση...
Αφού κάνουμε την ανάρτηση και προσθέτουμε το link της στο κάτω μέρος της δικής μου ανάρτησης πατώντας το εικονίδιο με την μπλε φατσούλα. Η ανάρτησή σας θα προστεθεί στην συλλογή στο κάτω μέρος της δικής μου ανάρτησης. Εγώ με την σειρά μου μόλις μπορέσω θα κάνω μια λίστα των links, εφόσον το Inlinkz μας αφαίρεσε αυτήν την δυνατότητα.
Για όσους δεν μπορούν να το κάνουν, απλά αφήστε στο σχόλιο το link σας και θα το κάνω εγώ.
Η ιδέα αυτή δεν θα είναι για μια φορά, θα είναι μόνιμη στήλη μια φορά την εβδομάδα και θα κρατά 2-3 μέρες.
σ.σ. Το ''Η στιγμή σου σ΄ένα ποίημα...'' είναι στήλη του Μελωδία FM


σας στέλνω το δικό μου αγαπημένο ποίημα.



Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ


Ένα παιδί μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
"Δεν αγαπώ εγώ, του λέει,  παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου".

Τρέχει ο νιος τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει,
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο γιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:

- "Εχτύπησες αγόρι μου;" ...και κλαίει........





Μου το διάβασε πρώτη φορά η μητέρα μου στα 8 μου χρόνια... έχει τη δύναμη να με συγκινεί και να με κάνει να δακρύζω κάθε φορά που το διαβάζω.
Τότε, δεν είχα καταλάβει το γιατί. 
Με τα χρόνια -η μανούλα μου εν τω μεταξύ είχε ζωγραφίσει ένα πάπυρο σε μουσαμά και το είχε γράψει μέσα,το έχω ακόμα ως φυλαχτό- συνειδητοποίησα το γιατί. 
Μάνα δεν είμαι, αλλά ένιωσα τη ΔΥΝΑΜΗ της αγάπης της μάνας που όσο και να τη χτυπάει το παιδί εκείνη κλαίει για κεινο και ανησυχεί μην πονέσει. 
Την έζησα στην πράξη αυτή την αγάπη-θυσία από τη δική μου ΜΑΝΑ και μπόρεσε έτσι να μιλήσει το ποίημα βαθιά στην καρδιά μου. Μέσα στο ποίημα λοιπόν "έβλεπα" τη δική μου μαμά!
 Αναρωτιέμαι, όταν κάποια στιγμή θα κάνω δικά μου παιδιά, θα έχω τόσο έντονη την προσφορά και τη θυσία που "γεννάει" η αγάπη της μάνας;

Αφιερωμένο σε όλες εκείνες τις μανούλες που έθαψαν πολλά από τα δικά τους "θέλω" για να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά τους!

Καθότι καινούργια, συγχωρέστε μου τα όποια λάθη (δεν έχω ιδέα ακόμα από το blogging και πως αυτό λειτουργεί κάθε συμβουλή ευπρόσδεκτη).