 |
Φωτογραφία από διαδίκτυο |
«Πάμε
για καφέ;»
«Που;»
«Ε!
που αλλού στο καφενείο στην πλατεία! Δεν το κουνάω τώρα για την πόλη».
Στο χωριό δεν μπορείς να το πεις
αλλιώς παρά καφενείο, και ας είναι μια υπερσύγχρονη καφετέρια, και ας μάθαμε
και εμείς στα χωριά να πίνουμε freddo
εκτός από ελληνικό. Και κει που κάποτε μας ειρωνεύονταν του τύπου «είχες και
στο χωριό σου freddo;»
τώρα έχεις τι να πεις! «Ε ναι ρε, έχουμε και στο χωριό μου freddo και το πίνουμε και με ανακατεμένο
γάλα για να το κάνουμε μόδα».
Σε ένα τέτοιο λοιπόν καφενείο
περνάμε τις ώρες παίζοντας «κολτσίνα», “taboo”, βλέποντας το mundial (γιατί και οι γυναίκες βλέπουμε
μπάλα) ή απλά πίνοντας καφέ και συζητώντας κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια.
Είναι ωραίο που ήρθε η εξέλιξη και
στο χωριό, είναι ωραίο που τα καφενεία γεμίσαν με νέους, γιατί παλιά έβλεπες
μόνο άντρες και μόνο στην ηλικία του παππού μου και άντε, στην καλύτερη
περίπτωση του μπαμπά μου!
Τώρα πλέον θα δεις και γυναίκες,
κορίτσια και παιδιά.
Το κακό όμως που έχει το καφενείο
στο χωριό είναι ότι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Το αγαπημένο «γλυκό» δεν είναι το
υποβρύχιο, αλλά η τροφή που θα σου δώσει ο συγχωριανός σου για σχόλια, γιατί ως
γνωστόν καλύτερα να ασχολούμαι με τα δικά
σου προβλήματα, παρά με τα δικά μου να χολοσκάω!
Το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει,
και το γκουχ που θα κάνει κάποιος στη διπλανή παρέα πολλές φορές γίνεται
σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι νέοι που ζούμε στο χωριό δεν πολυδίνουμε
σημασία, τις περισσότερες φορές γελάμε κιόλας με την «ανοησία» τους. Αρκεί να
μην μας πετύχουν σε δύσκολη μέρα….
Και όπως κάθε στέκι που σέβεται τον
εαυτό του και κατ’ επέκταση κάθε περιοχή, έχει και τη μασκότ του που δεν είναι
άλλος από τον τρελό, τον «χαζούλη» του χωριού.
Στο δικό μου έχουμε πολλούς (φταίει
το νερό; Ελπίζω όχι, θα μας πάρει όλους η μπάλα!), μα ένας έχει τα πρωτεία.
Ο Αντώνης ή ο Antuan
όπως τον φωνάζουν οι «έξυπνοι» κοροϊδευτικά.
Εκείνη τη μέρα πήγα με τις φίλες μου
για ένα χαλαρωτικό καφέ μετά τη δουλειά. Από μακριά άκουσα τον Antuan να καταφτάνει, μιας και κάθε φορά παραμιλάει
δυνατά λέγοντας ασυναρτησίες, και από πίσω παιδιά ή μεγάλοι που τύχαιναν στον
δρόμο του να του σφυρίζουν, να τον πειράζουν, να τον κοροϊδεύουν και λίγοι να του
χαμογελάνε συγκαταβατικά.
Δεν είναι ότι δεν τον αγαπάνε, όλοι
τον αγαπάνε και τον προσέχουν-ελάχιστοι είναι αυτοί που τον εκμεταλλεύονται και
του φέρονται με κακότητα,- μόνο που ο κόσμος «ψοφάει» να γελάει με το διπλανό
του!
Φτάνοντας στο τραπέζι μας-μιας και
ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες εκείνη τη ζεστή ώρα- φωνάζει «ε! κορασίδες στρίψτε μου ένα τσιγαράκι» και κοιτώντας προς τον
ουρανό άρχισε να μιλάει με έναν αόρατο φίλο.
«Δεν
έχει τσιγάρο, καφέ θες;»
«Τι
καφέ ρε; Για νευρικό με πέρασες; Τσιγάρο θες;» μου απαντάει.
Τι
λέει! Σκέφτομαι από
μέσα μου αλλά του απαντάω με χαμόγελο «Μπερδεύεσαι,
δεν θέλω εγώ τσιγάρο, το έκοψα, εσύ μου ζήτησες, αλλά δεν δίνουμε τσιγάρα
κάνουν κακό»
«Τσιγάρο
θες και δεν το λες! Τσιγάρο θες και δεν το λες!» άρχισε να επαναλαμβάνει και
ταυτόχρονα να τα λέει με τον «δικό» του.
Οι φίλες μου γελούσαν κοροϊδευτικά
με τα καμώματα του τρελ’Άντώνη, αλλά εμένα άρχισαν οι τσιμπιές στο μυαλό.
Γεννήθηκαν ερωτήματα, βγήκαν στην επιφάνεια απορίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή
δεν είχα για εκείνον, ποτέ. Και το βλέμμα μου τώρα πιο στοχαστικό πάνω του! Βρε μπας και δεν ήταν τρελός; Βρε μπας και
το παίζει χαζούλης; Βρε λες…;
«Ρε Antuan;» ακούω τον Δημήτρη, έναν νεαρό
στην ηλικία μου περίπου, που μόλις ήρθε με την παρέα του «είδα το Γιώργο το γείτονά μου και μου είπε για το Δημήτρη τον ξάδερφό
σου ότι είναι λίγο χαζός από σόι, ισχύει, εσύ τι λες;»
Έτοιμη να ξεστομίσω κανένα
μαργαριτάρι στον αναιδή συγχωριανό μου
προς υπεράσπιση του Αντώνη, εντάξει
είπαμε να τον πειράζουμε, αλλά το πείραγμα έχει και τα όριά του, αυτό
ξεπερνούσε κατά πολύ και την αναίδεια- ακούω τον τρελ’ Αντώνη να του
απαντάει
«Και ο Δημήτρης ο ξάδερφος τα
ίδια μου λέει για τον Γιώργο το γείτονα, ποιος από τους δυο είναι τώρα ο χαζός;
Εσύ μπορείς να ξεχωρίσεις;» και έφυγε συνεχίζοντας τη συζήτηση με τον
αόρατο συνοδό, αφήνοντας πίσω την πληρωμένη απάντηση.
Οι δύο παρέες μουδιασμένες για λίγο-
ήθελε κάμποση ώρα να επεξεργαστούμε την ατάκα του τρελού- ξεσπάμε σε
ασυγκράτητα γέλια με το Δημήτρη να καταλήγει «ρε μπας και μας δουλεύει κανονικά ο τρελός;»
Η ίδια ερώτηση που έκανα και εγώ
στον εαυτό μου, λίγο πριν.